Λειτουργία: Δε-Πα: 9.00-19.00

ΣτΕ 1021/2018 - Πειθαρχικά παραπτώματα του ιδιωτικού δικαίου προσωπικού Δημοσίου και ΝΠΔΔ που κατέχει οργανική θέση- Ακυρωτική αρμοδιότητα Διοικητικών Εφετείων.

Αριθμός 1021/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2015, με την εξής σύνθεση: Α. Συγγούνα, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Γ. Ποταμιάς, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Π. Τσούκας, Π. Γρουμπού, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Βασιλόπουλος.

 

[...]

 

6. Επειδή, όπως παγίως δεχόταν η νομολογία κατά την ερμηνεία των διατάξεων του π.δ. 410/1988, η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος από το προσωπικό με σχέση ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ., που κατέχει οργανικές θέσεις, δεν συνδεόταν με την επιβολή πειθαρχικής ποινής, παρά μόνον στις περιπτώσεις που επιβαλλόταν έγγραφη επίπληξη ή πρόστιμο μέχρι τις αποδοχές ενός μήνα, αλλά εντασσόταν, μετά από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου της οικείας υπηρεσίας του προσωπικού αυτού, στη διαδικασία καταγγελίας της σύμβασης, η δε αναφυόμενη από την καταγγελία διαφορά διεπόταν από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και αρμόδια για την επίλυσή της ήταν τα πολιτικά δικαστήρια (βλ. ιδίως ΣΕ 1122/2011, 1444/2008 7μ., 2126/2008). Όπως κρίθηκε δε με την ΣΕ 3098/2017 7μ., με τις διατάξεις του άρθρου τέταρτου του ν. 4057/2012 και προκειμένου, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, το νέο πειθαρχικό δίκαιο να καταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες κατηγορίες υπαλλήλων, προβλέφθηκε, το πρώτον, η αναλογική εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου των μονίμων υπαλλήλων στο προσωπικό του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που κατέχει οργανικές θέσεις και, συγκεκριμένα, των διατάξεων που αφορούν τα πειθαρχικά παραπτώματα και τις πειθαρχικές ποινές (βλ. Τμήμα Α΄ του Μέρους Ε΄ του Υπαλληλικού Κώδικα – άρθρα 106 έως 121)· δηλαδή, σε αντίθεση με τις προϊσχύουσες και ήδη καταργηθείσες (βλ. άρθρο όγδοο του ν. 4057/2012) διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 1 του π.δ. 410/1988, σύμφωνα με τις οποίες οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονταν στο προσωπικό αυτό ήταν μόνον η έγγραφη επίπληξη και το πρόστιμο μέχρι τις αποδοχές ενός μήνα, για τα πειθαρχικά παραπτώματα του προσωπικού αυτού, που ορίζονται στο άρθρο 107 του Υπαλληλικού Κώδικα, προβλέπεται πλέον η επιβολή των πειθαρχικών ποινών που ορίζονται στο άρθρο 109 παρ. 1 του αυτού Κώδικα -μεταξύ των οποίων ο υποβιβασμός έως δύο βαθμούς (περ. στ΄) και η, σοβαρότερη όλων, οριστική παύση (περ. η΄)- από τα ίδια πειθαρχικά συμβούλια, που έχουν αρμοδιότητα επί των μονίμων υπαλλήλων (βλ. άρθρο τέταρτο παρ. 2 του ν. 4057/2012). Συνεπώς, το πειθαρχικό καθεστώς του προσωπικού αυτού έχει μεταβληθεί σε σχέση με αυτό που ίσχυε βάσει του π.δ. 410/1988. Και τούτο διότι στο προσωπικό αυτό επιβάλλονται πλέον οι οριζόμενες στο άρθρο 109 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα πειθαρχικές ποινές, οι οποίες θίγουν την υπηρεσιακή του κατάσταση και δεν διαφέρουν ως προς την εκτελεστότητά τους από τις αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται, δυνάμει των αυτών διατάξεων, στους μονίμους υπαλλήλους, εφόσον αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ήτοι στην άσκηση κρατικής πειθαρχικής εξουσίας και εκδίδονται, κατόπιν ειδικής διοικητικής διαδικασίας, από τα ίδια πειθαρχικά συμβούλια, τα οποία έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα, συγκροτούνται με πράξη του αρμοδίου Υπουργού και στα οποία συμμετέχουν πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία (δικαστικοί λειτουργοί και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους) και παρέχουν εχέγγυα ορθής διεξαγωγής της διαδικασίας και επαρκούς αντιμετώπισης των υποθέσεων (βλ. εισηγητική έκθεση). Η δε απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, με την οποία επιβάλλεται πειθαρχική ποινή σε υπάλληλο που ανήκει στο προσωπικό αυτό, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία υπόκειται σε αυτοτελή και ευθεία δικαστική προσβολή (σε στάδιο πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας) και η διαφορά που αναφύεται από την έκδοση της πράξης αυτής είναι διοικητική. Παγίως, εξάλλου, το Δικαστήριο δέχεται ότι αναφύεται διοικητική διαφορά από την έκδοση πράξεων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο ή με τα ν.π.δ.δ. με σχέση που ανήκει καταρχήν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον οι πράξεις αυτές αποκλίνουν από το ιδιωτικό δίκαιο, διότι εκδίδονται με ειδική διοικητική διαδικασία και εξυπηρετούν σκοπό δημοσίου συμφέροντος (βλ. ΣΕ 3098/2017 7μ., καθώς και ΣΕ 1849/2015 7μ., 3167/2007 7μ., 4126/2005 7μ., 2548/2001 7μ., 3507/1995, 1501, 728/1986, 4848/1984 Ολομ. κ.ά., πρβλ. ΣΕ 22/2007 Ολομ., 3669/2006 Ολομ., 1239/2007 7μ., 1785/2001 7μ. κ.ά.). Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς, ο οποίος υποστήριξε την εξής άποψη: Το Σύνταγμα, με τις διατάξεις των άρθρων 93 και 94, οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με τη λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντίστοιχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε, αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Το Α.Ε.Δ. ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 περ. η΄ και θ΄ του ν. 1406/1983 για τη φύση των διαφορών που γεννώνται σχετικά με τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου καθώς και όσες αγωγές, της ίδιας κατηγορίας προσωπικού (δηλ. μισθωτών του Δημοσίου με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου), αφορούν αξιώσεις αποζημίωσης για παρανομία των οργάνων του Δημοσίου, έχει αναπτύξει το κριτήριο της υποκείμενης σχέσης. Έτσι, έχει κρίνει ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Το ίδιο συμβαίνει και για τις διαφορές από τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όταν έχουν ως υπόβαθρο άκυρη σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (βλ. Α.Ε.Δ. 42/1990, 11/1992). Έχει κριθεί επίσης, με τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Α.Ε.Δ., ότι, όταν επιδιώκεται αποζημίωση για παρανομία των οργάνων του Δημοσίου, αλλά η επικαλούμενη ως παράνομη ενέργεια συντελέστηκε μέσα στα πλαίσια ή έχει ως υπόβαθρο σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή σύμβαση έργου, οι εντεύθεν διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Εν προκειμένω, με την παρ. 3 του άρθρου 103 του Συντάγματος ορίζεται ότι οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου και ότι νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται. Με έρεισμα τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 103 του Συντάγματος τέθηκαν σε ισχύ, μεταξύ άλλων, το π.δ. 410/1988, ο ν. 2190/1994 και άλλα νομοθετήματα σχετικά με τη διαδικασία πρόσληψης και εξέλιξης του προσωπικού του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Με το αυτό συνταγματικό έρεισμα ορίζεται, με τις διατάξεις του άρθρου τέταρτου του ν. 4057/2012, η αναλογική εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου των μονίμων υπαλλήλων στο προσωπικό του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, που κατέχει οργανικές θέσεις, και, συγκεκριμένα, των διατάξεων που αφορούν τα πειθαρχικά παραπτώματα και τις πειθαρχικές ποινές. Εφόσον η επιβολή πειθαρχικής ποινής αφορά προσωπικό του Δημοσίου με σχέση ιδιωτικού δικαίου, η δικαστική αμφισβήτηση της απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου γεννά ιδιωτική διαφορά, όπως η φύση της σχέσης του προσωπικού αυτού με το Δημόσιο ορίζεται από την ίδια τη συνταγματική διάταξη (άρθρο 103 παρ. 3), δηλαδή με κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος που κατισχύει έναντι διατάξεων απλού τυπικού νόμου. Έτσι, τη φύση της διαφοράς δεν δύναται να μεταβάλει το άρθρο 1 του ν. 702/1977, ούτε το άρθρο τέταρτο του ν. 4057/2012, ως κανόνες δικαίου ήσσονος τυπικής ισχύος. Η επίδικη διαφορά αποτελεί ιδιωτική διαφορά και με το κριτήριο της νομολογίας του Α.Ε.Δ. περί υποκειμένης σχέσεως. Περαιτέρω, όπως παγίως γίνεται δεκτό από τον Άρειο Πάγο (βλ. Α.Π. 1915/1990, 1649/1991) η δικαστική αμφισβήτηση απόφασης πειθαρχικού συμβουλίου περί επιβολής πειθαρχικής ποινής σε προσωπικό ιδιωτικής ή δημόσιας επιχείρησης (ν.π.ι.δ.) δημιουργεί διαφορά ιδιωτικού δικαίου και υπάγεται στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια, διότι τα πειθαρχικά συμβούλια των εν λόγω επιχειρήσεων παρίστανται ως όργανα άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας του συγκεκριμένου ν.π.ι.δ. Η φύση της διαφοράς δεν επηρεάζεται από τον φορέα διορισμού ή τη σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου. Η εξουσία των πολιτικών δικαστηρίων εκτείνεται και προσδιορίζεται από τις αρχές για την δικαστική επίλυση των ιδιωτικών διαφορών. Συνεπώς, όλα τα στοιχεία της διαφοράς, πρέπει να ελεγχθούν, να αποδειχθούν και να εκτιμηθούν από το πολιτικό δικαστήριο. Ενόψει των ανωτέρω, κατά τη μειοψηφούσα αυτή άποψη, η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου και της πειθαρχικής διαδικασίας περί των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων και για το προσωπικό του Δημοσίου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου δεν μετατρέπει τις εν λόγω διαφορές σε ακυρωτικές και επομένως δεν χωρεί αίτηση ακυρώσεως κατά των ως άνω αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων.

 

7. Επειδή, κατά τα ήδη κριθέντα με την ΣΕ 3098/2017 7μ., στο Συμβούλιο της Επικρατείας υπάγεται η εκδίκαση προσφυγών κατά πειθαρχικών αποφάσεων που προβλέπονται στο Σύνταγμα ή την κείμενη νομοθεσία (βλ. και άρθρο 3 παρ. 2 του π.δ. 361/2001 - Α΄ 244, που αναθέτει την εκδίκαση των διαφορών αυτών στο Γ΄ Τμήμα). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων, με τις οποίες επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού στους μονίμους υπαλλήλους του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, παρέχεται στους τελευταίους δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣΕ 2357/2008 7μ., 1183/2006, 3482/2002 7μ., 1871/1989 κ.ά.). Αποδίδοντας τη συνταγματική αυτή διάταξη, ο Υπαλληλικός Κώδικας, με τις διατάξεις των άρθρων 141 παρ. 8 και 142 παρ. 1, παρέχει το δικαίωμα αυτό στους μόνιμους υπαλλήλους. Οι ως άνω διατάξεις δεν ανήκουν σε αυτές που, δυνάμει του άρθρου τέταρτου παρ. 1 του ν. 4057/2012, εφαρμόζονται αναλογικά στο προσωπικό που υπηρετεί στους παραπάνω δημοσίους φορείς και κατέχει οργανικές θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, εφόσον η αναλογική αυτή εφαρμογή περιορίζεται σε ζητήματα πειθαρχικών παραπτωμάτων και πειθαρχικών ποινών και δεν αφορά σε ζητήματα άσκησης ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων που επιβάλλουν τις πειθαρχικές αυτές ποινές (βλ. κατ’ αντιδιαστολή, την διάταξη του άρθρου πέμπτου παρ. 1 του ν. 4057/2012 που αναφέρεται στο μόνιμο προσωπικό των δήμων και των ν.π.δ.δ. και παραπέμπει, εκτός των διατάξεων που αναφέρονται σε πειθαρχικά παραπτώματα και πειθαρχικές ποινές, και «στις διαδικαστικής φύσεως διατάξεις»). Συνεπώς, εφόσον ούτε στο Σύνταγμα, ούτε σε κάποια άλλη διάταξη υπάρχει σχετική ρύθμιση, κατά της απόφασης πειθαρχικού συμβουλίου που επιβάλλει την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού σε υπηρετούντα στο Δημόσιο ή σε ν.π.δ.δ. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου δεν προβλέπεται άσκηση προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Υπό τα ανωτέρω εκτεθέντα, το κρινόμενο ένδικο μέσο, στρεφόμενο κατά αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Γενικής Γραμματείας Πολιτισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού (το οποίο έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 146Β του Υ.Κ., όπως ισχύει μετά τον ν. 4057/2012), με την οποία επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού κατά ένα βαθμό σε υπαλλήλους που υπηρετούσαν σε αυτή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δεν έχει χαρακτήρα προσφυγής, η εκδίκαση της οποίας ανήκει στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Δεν δύναται δε να ασκήσει επιρροή, από την άποψη αυτή, η μνεία στην ως άνω απόφαση ότι κατ’ αυτής χωρεί προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον τόσο το ένδικο βοήθημα κατά διοικητικής πράξης όσο και το αρμόδιο για την εκδίκασή του δικαστήριο ορίζονται από τον νόμο και όχι από τη Διοίκηση (βλ. ΣΕ 3098/2017 7μ., πρβλ. ΣΕ 1400/2009, εν Συμβ. 511/2009).

Πρόσφατες Αναρτήσεις