Email: contact@kondylislawoffice.gr
Λειτουργία: Δε-Πα: 9.00-19.00
ΣτΕ Δ΄ Τμ. 1681/2018 επταμ. (επί προδικαστικού ερωτήματος της απόφασης 3469/2018 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας)
Ένδικη προστασία – Εξάρτηση του παραδεκτού της ένδικης προσφυγής από την καταβολή του 20% του επίμαχου προστίμου ν. 3054/2002
(Α) Η συμβατότητα προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. μιας επιβαλλόμενης οικονομικής επιβάρυνσης στους πολίτες, συνδεόμενης με την επιδίωξή τους για δικαστική προστασία, κρίνεται κατά περίπτωση και εξαρτάται από μία σειρά κριτηρίων, ιδίως δε από το σκοπό της, τη συνάφειά της προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, το ύψος της, τη θέσπιση ανωτάτου ορίου σε περίπτωση ποσοστιαίου υπολογισμού της, τον χρόνο της καταβολής της, τις συνέπειες της μη καταβολής, τη δυνατότητα αναστολής της καταβολής, την περιουσιακή κατάσταση των υπόχρεων προς καταβολή, το αντικείμενο της δίκης, τη σαφήνεια της σχετικής υποχρέωσης, καθώς και τον βαθμό της δικαστικής δικαιοδοσίας με τον οποίο συνδέεται (βλ. ΣτΕ 2780/2012 7μελ., 1619/2012 Ολ., 136/2013 Επ.Αν. και 475/2013 Επ.Αν.).
(Β) Με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του ν. 3054/2002, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 10 του ν. 3335/2005, επιβάλλεται, ενόψει του σαφούς γράμματός της, ως προϋπόθεση για την πρόσβαση του διαδίκου στον πρώτο βαθμό δικαστικής δικαιοδοσίας η καταβολή του 20% του επιβληθέντος προστίμου, λόγω παράβασης των διατάξεων του ν. 3054/2002, περί διακίνησης πετρελαιοειδών προϊόντων, το ύψος του οποίου κυμαίνεται κατά νόμο από 5.000 ευρώ έως 1.500.000 ευρώ, με ανώτατο όριο τις 75.000 ευρώ – Όπως, δε, αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3335/2005, με τη διάταξη αυτή εισάγονται προϋποθέσεις για την άσκηση και την εκδίκαση ένδικων βοηθημάτων, με σκοπό την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη περαίωση των υποθέσεων που αναφύονται κατά την εφαρμογή του ν. 3054/2002, διότι η μακροχρόνια εκκρεμότητα των σχετικών διαφορών θεωρήθηκε ότι υπονομεύει, εκ των πραγμάτων, τους στόχους και την αποτελεσματικότητα του ν. 3054/2002, ο οποίος αποβλέπει στη ρύθμιση της αγοράς και της διακίνησης πετρελαίου και πετρελαιοειδών προϊόντων προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος, με βασικούς άξονες α) την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την παροχή καλύτερων υπηρεσιών και τιμών στους πολίτες, β) την ορθολογικοποίηση του τρόπου τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας και γ) την αντιμετώπιση, μέσω μηχανισμών ελέγχου και επιβολής αυστηρών διοικητικών και ποινικών κυρώσεων, φαινομένων λαθρεμπορίας και νοθείας καυσίμων, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος
(Γ) Η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση δεν αναφέρεται μόνον στις ανώνυμες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της διύλισης και εμπορίας πετρελαίου και πετρελαιοειδών προϊόντων, οι οποίες κατά τεκμήριο διαθέτουν χρηματοοικονομική επάρκεια για να ανταπεξέλθουν στις ιδιαίτερες απαιτήσεις της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και σε άλλα νομικά και φυσικά πρόσωπα, τα οποία δύνανται, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 3054/2002, να αναπτύσσουν δραστηριότητα στο χώρο του λιανικού εμπορίου – Ως προς τα τελευταία η υποχρέωση προκαταβολής ποσού που αντιστοιχεί στο 20% του επιβληθέντος προστίμου, ως όρος του παραδεκτού της άσκησης της προσφυγής, δεν αποκλείεται, κατ’ αρχήν, να συνιστά υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθιστώντας την επίμαχη διαδικαστική προϋπόθεση, αντίθετη προς το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για το λόγο ότι εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όσους ασχολούνται με τις συγκεκριμένες δραστηριότητες, ανεξαρτήτως δηλαδή του εύρους του κύκλου εργασιών τους, του είδους της δραστηριότητας τους, της νομικής τους μορφής και του μεγέθους της επιχείρησής τους – Ειδικότερα, η προβλεπόμενη, κατά το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 10 του ν. 3335/2005 υποχρέωση α) αφορά στην πρόσβαση των διαδίκων σε πρώτο βαθμό δικαστικής δικαιοδοσίας, β) θεσπίζει οικονομικό βάρος μεγάλου ύψους, ήτοι ποσοστό 20% του επιβληθέντος προστίμου, κυμαινόμενου από 5.000 ευρώ έως 1.500.000 ευρώ, που μπορεί να ανέλθει έως και τις 75.000 ευρώ, το ανώτατο δε όριο των 75.000 ευρώ κρίνεται πολύ υψηλό υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, δεδομένου ότι οι αδειούχοι λιανικής εμπορίας πετρελαίου που διατηρούν πρατήριο υγρών καυσίμων προς διάθεση σε τελικούς καταναλωτές δεν μπορούν, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, να θεωρηθούν ότι είναι τέτοιας οικονομικής επιφάνειας ώστε να μπορούν ευχερώς να καταβάλουν το ως άνω οικονομικό βάρος κατά την άσκηση της προσφυγής, γ) το εν λόγω δικονομικό απαράδεκτο συνδέεται ρητά με τον χρόνο «άσκησης της προσφυγής», δηλαδή με την κατάθεσή της, η οποία πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 66 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα ημερών από την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της πράξης επιβολής του προστίμου – Πάντως, όμως, η διάταξη αυτή ερμηνευόμενη υπό το φως των διατάξεων των άρθρων 20 παρ 1 και 25 παρ 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ 1 της ΕΣΔΑ εν όψει και του ότι ότι η υποχρέωση που προβλέπεται σε αυτήν επιβάλλεται, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, προς εξυπηρέτηση του θεμιτού, καταρχήν, σκοπού της ταχείας επίλυσης των αναφυόμενων κατά την εφαρμογή του ν. 3054/2002 διαφορών, καθώς και της πατάξεως της λαθρεμπορίας και της προστασίας του περιβάλλοντος, δεν προσκρούει στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, καθώς και στην ΕΣΔΑ εφόσον: α) σε συνδυασμό ερμηνευόμενη με τη διάταξη του άρθρου 277 παρ. 1 του ΚΔΔ, έχει την έννοια ότι το ποσό που αυτή προβλέπει δύναται να καταβληθεί έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως και β) διατηρείται η δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο κατ’ επίκληση της διατάξεως του άρθρου 202 παρ 1 του Κ.Δ.Δ. να ζητήσει την αναστολή καταβολής ολόκληρου ή μέρους του ποσού αυτού μέχρι πέρατος της σχετικής δίκης επικαλούμενος ότι η άμεση καταβολή του θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη.
Πηγή: humanrightscaselaw.gr
Πρόσφατες Αναρτήσεις