Λειτουργία: Δε-Πα: 9.00-19.00

Άρση ατέλειας και επιβολή ΦΠΑ από τις τελωνειακές αρχές λόγω παύσης του επαγγελματικού χαρακτήρα σκάφους αναψυχής ένεκα μη θεώρησης της σχετικής άδειας κατά τις διατάξεις του Ν. 2743/1999.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΝΔΥΛΗ, Δικηγόρου - Άρση ατέλειας και επιβολή ΦΠΑ από τις τελωνειακές αρχές λόγω παύσης του επαγγελματικού χαρακτήρα σκάφους αναψυχής ένεκα μη θεώρησης της σχετικής άδειας κατά τις διατάξεις του Ν. 2743/1999.

***********

Η αγορά των επαγγελματικών πλοίων αναψυχής, ήτοι των σκαφών ολικού μήκους άνω των επτά (7) μέτρων, ιστιοφόρων ή μηχανοκίνητων, τα οποία μπορούν από τη γενική κατασκευή τους να χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση ταξιδιών αναψυχής [τα οποία διαθέτουν επαρκείς και κατάλληλους χώρους ενδιαίτησης ειδικά για τους επιβάτες, για την εκμετάλλευση των οποίων συνάπτεται σύμβαση ολικής ναύλωσης], απαλλάσσονται από το ΦΠΑ.


Ως προς τούτο, το άρθρο 27 Κώδικα ΦΠΑ ορίζει ότι «1. Απαλλάσσονται από το φόρο: α) η παράδοση και η εισαγωγή πλοίων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στην εμπορική ναυσιπλοΐα, την αλιεία από υποκείμενο στο φόρο του κανονικού καθεστώτος Φ.Π.Α. ή για άλλη εκμετάλλευση ή για διάλυση ή για χρήση από τις ένοπλες δυνάμεις και το Δημόσιο γενικά, η παράδοση και η εισαγωγή ναυαγοσωστικών και πλωτών μέσων επιθαλάσσιας αρωγής, καθώς και αντικειμένων και υλικών, εφόσον προορίζονται να ενσωματωθούν ή να χρησιμοποιηθούν στα πλοία, ναυαγοσωστικά και πλωτά μέσα της περίπτωσης αυτής. Εξαιρούνται τα σκάφη ιδιωτικής χρήσης, που προορίζονται για αναψυχή ή αθλητισμό».


Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία έχει τεθεί για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των οικείων διατάξεων της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί Φ.Π.Α. και οι οποίες διέπονται από την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό απαλλαγή από τον φόρο της παράδοσης και εισαγωγής πλοίων, συναρτάται με την πραγματοποίηση των δραστηριοτήτων για τις οποίες προορίζονται (εμπορική ναυσιπλοΐα, άλλη εκμετάλλευση κλπ).


Όταν, όμως, παύσει ο επαγγελματικός χαρακτήρας του σκάφους, η χορηγηθείσα απαλλαγή από τον Φ.Π.Α. αίρεται, υπό προϋποθέσεις, με πράξη της τελωνειακής αρχής και αρμόδιο Τελωνείο καταλογίζει τις επιβαρύνσεις ΦΠΑ, πλέον των νομίμων προσαυξήσεων, από την ημερομηνία που έπαυσε ο επαγγελματικός χαρακτήρας του σκάφους. Και τούτο διότι, κατά την ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία, η διάθεση ατελώς εισαχθέντων ειδών σε άλλες χρήσεις από αυτές για τις οποίες χορηγήθηκε η ατέλεια ή η διάθεση στη γενική κατανάλωση στο εσωτερικό της χώρας χωρίς πληρωμή των οφειλόμενων δασμών και φόρων, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες από τον Τελωνειακό Κώδικα κυρώσεις περί λαθρεμπορίας, συνεπάγεται την άρση της παρασχεθείσας ατέλειας και την είσπραξη των αναλογούντων δασμών και φόρων.


Τέτοια περίπτωση ενεργοποίησης των τελωνειακών αρχών, η οποία κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει εντατικοποιηθεί, είναι η μη ανανέωση [θεώρηση] της άδειας επαγγελματικού σκάφους κατά τα οριζόμενα στο ήδη καταργηθέν άρθρο 2 Ν.2743/1999, συνεπεία της οποίας ανακαλείται η σχετική άδεια και μάλιστα αναδρομικά, γεγονός που κατά τις τελωνειακές αρχές παράγει αμάχητο τεκμήριο ότι έπαυσε η επαγγελματική χρήση του σκάφους.


Ειδικότερα, κατά τις προβλέψεις του άρθρου αυτού, ως τροποποιηθέν με το Ν. 3182/2003 ίσχυσε έως της κατάργησής του, «1. α) Με άδεια του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, … ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής, μπορεί να χαρακτηριστεί ένα πλοίο αναψυχής επαγγελματικό. Η άδεια ισχύει για αόριστο χρόνο, … 2. Η άδεια υπόκειται σε τακτική θεώρηση, από την αρμόδια Διεύθυνση του Υ. Ε. Ν. ανά πενταετία και ειδικότερα το τελευταίο εξάμηνο πριν από τη συμπλήρωση πέντε ετών: αα) από την έκδοση ή ββ) την προηγούμενη θεώρηση ή γγ) τη λήξη της κατ` εξαίρεση θεώρησης που τυχόν έχει χορηγηθεί …  3. α) Η άδεια μπορεί, κατ` εξαίρεση, να θεωρηθεί για ένα (1) μόνο έτος, αν δεν πραγματοποιήθηκε το προβλεπόμενο κατώτατο όριο ημερών ναύλωσης και με σκοπό τη συμπλήρωση αυτού, … . Για την κατ` εξαίρεση θεώρηση πρέπει να κατατεθεί από τον δικαιούχο αίτηση στην αρμόδια Διεύθυνση του Υ.Ε.Ν., κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν τη συμπλήρωση πέντε (5)ετών από την έκδοση ή την προηγούμενη θεώρηση της άδειας. … .  4. Αν δεν θεωρηθεί η άδεια, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, επιτρέπεται η εκπρόθεσμη και για μία  πενταετία θεώρησή της, από την αρμόδια Διεύθυνση του Υ.Ε.Ν., εφόσον ζητηθεί εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την ημερομηνία συμπλήρωσης των πέντε (5) ετών από την έκδοση της άδειας ή την προηγούμενη θεώρηση αυτής ή από τη λήξη της κατ` εξαίρεση θεώρησης, κατά περίπτωση, … Η εκπρόθεσμη αυτή θεώρηση ισχύει αναδρομικώς από την ημερομηνία συμπλήρωσης των πέντε (5) ετών από την έκδοση της άδειας ή την προηγούμενη θεώρηση αυτής ή τη λήξη της κατ` εξαίρεση θεώρησης που τυχόν έχει χορηγηθεί, κατά περίπτωση…».


Κατά τις επιμέρους δε προβλέψεις του αυτού άρθρου, «7. Η άδεια παύει αυτοδικαίως να ισχύει εφόσον μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες δεν θεωρηθεί ή δεν ζητηθεί η καταχώριση αλλαγής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2, 3, 4 και 6 του άρθρου αυτού. Για την αυτοδίκαιη παύση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από την αρμόδια Διεύθυνση του Υ.Ε.Ν. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 για τον τρόπο υπολογισμού της ημερομηνίας παύσης της ισχύος της άδειας εφαρμόζονται αναλόγως. 8. Επιτρέπεται η έκδοση νέας άδειας επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, εφόσον για το πλοίο αυτό έπαυσε η ισχύς της άδειάς του σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 5 περίπτωση α` υποπεριπτώσεις αα’ και ββ’ και 7 του άρθρου αυτού. Για την έκδοση της νέας άδειας απαιτείται να: α) Κατατεθεί από τον δικαιούχο αίτηση στην αρμόδια Διεύθυνση του Υ.Ε.Ν., στην οποία επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περίπτωση β` του άρθρου αυτού».


Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής υπόκειτο σε τακτική θεώρηση ανά πενταετία (κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν από την συμπλήρωση 5ετίας), ενώ, εκπρόθεσμη θεώρηση μπορούσε να ζητηθεί εντός προθεσμίας 3 μηνών από την ημερομηνία συμπλήρωσης των 5 ετών από την έκδοση ή την προηγούμενη θεώρηση της αδείας.


Παρά ταύτα, μεγάλος αριθμός ιδιοκτητών επαγγελματικών σκαφών αναψυχής δεν προέβησαν στην κατά τα ανωτέρω ανανέωση [τακτική θεώρηση], με αποτέλεσμα οι τελωνειακές αρχές να τους καλούν να παράσχουν εξηγήσεις, θεωρώντας ότι αφ’ ης στιγμής δεν ανανεώθηκε η άδεια, έπαυσε ο επαγγελματικός χαρακτήρας του σκάφους. Μετά δε την κλήση σε ακρόαση του ενδιαφερομένου, οι τελωνειακές αρχές προβαίνουν στην έκδοση πράξης άρσης της ατέλειας και βεβαίωσης του ΦΠΑ αγοράς, καταλογίζοντας μάλιστα προσαυξήσεις που αναδράμουν στον χρόνο που έπαυσε η επαγγελματική άδεια.


Η συνήθης αυτή πρακτική των τελωνειακών αρχών, όταν μάλιστα πρόκειται για επαγγελματικές άδειες η ισχύς των οποίων έπαυσε για αμιγώς τυπικούς λόγους, παρίσταται εξόχως προβληματική, ενώ γεννά πλείστα νομικά ζητήματα, ακόμη και παραγραφής ιδίως στην περίπτωση που ο διαδραμών χρόνος υπερβαίνει κατά πολύ την 3τία ή την 10ετία. Μάλιστα δε, το αρμόδιο τελωνείο εκλαμβάνει ως αφετηριακό της παραγραφής χρόνο όχι την ημερομηνία έκδοσης της πράξης ανάκλησης της άδειας του επαγγελματικού σκάφους αλλά το πότε αυτή περιήλθε σε γνώση του. Εξ άλλου, πέραν των όποιων ζητημάτων παραγραφής των αξιώσεων του Δημοσίου, ο πλοιοκτήτης, στον οποίο συνήθως δεν είχε ποτέ κοινοποιηθεί η σχετική πράξη ανάκλησης της άδειας επαγγελματικού σκάφους, καλείται να καταβάλει φόρους και προσαυξήσεις, ακόμη και για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αποδεδειγμένα το σκάφος διενεργούσε επαγγελματικούς πλόες. Δηλαδή, το αρμόδιο Τελωνείο, αντί να ελέγξει εάν και κατά πόσον το σκάφος, η άδεια του οποίου δεν είχε ανανεωθεί, πραγματοποιούσε κατά την κρίσιμη περίοδο την κατά προορισμό δραστηριότητα για την οποία είχε χορηγηθεί η ατέλεια από το ΦΠΑ, αρκείται στο τυπικό γεγονός της μη ανανέωσης και επιβάλει τον φόρο χωρίς να κρισιολογεί τα πραγματικά δεδομένα που του εισφέρονται ως προς την αληθή χρήση του σκάφους, εκ των οποίων ουκ ολίγες φορές αποδεικνύεται ότι ήταν δυνατή ακόμη και η θεώρηση της ανακληθείσας επαγγελματικής άδειας.


 Κατ’ εφαρμογήν δε του άρθρου 142 παρ. 5 του Τελωνειακού Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι «Με ιδιαίτερο πρωτόκολλο είναι δυνατόν να βεβαιώνεται αυτοτελώς η υποχρέωση φυσικού ή νομικού προσώπου προς καταβολή δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, που διέφυγαν της καταβολής αν και γεννήθηκε κατά νόμο τελωνειακή οφειλή και ανεξάρτητα αν βεβαιωθεί τελωνειακή παράβαση επιφέρουσα πρόστιμο ή πολλαπλό τέλος», το Τελωνείο προβαίνει στον καταλογισμό επικαλούμενο το άρθρο 31 του αυτού Κώδικα κατά το οποίο «1. Το Δημόσιο διατηρεί αμείωτες τις απαιτήσεις του κατά του κυρίου των εμπορευμάτων για δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που δεν είχαν εισπραχθεί, όπως επίσης και για εκείνες που είχαν ελλιπώς βεβαιωθεί ή εισπραχθεί. Τα ποσά θεωρούνται ότι είχαν ελλιπώς βεβαιωθεί ή εισπραχθεί, όταν δεν βεβαιώθηκαν ή δεν εισπράχθηκαν, ολικά ή μερικά, λόγω οποιασδήποτε παράλειψης που έγινε κατά τον τελωνισμό των εμπορευμάτων, εφόσον αυτό προκύπτει από το κείμενο του τελωνειακού παραστατικού που κατατέθηκε, τις πράξεις επ` αυτού και τα δικαιολογητικά έγγραφα, που επισυνάπτονται σε αυτό, με τα οποία προσδιορίζονται τα κρίσιμα στοιχεία για την ορθή βεβαίωση των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που οφείλονται. 2. Επίσης, ως ελλιπώς βεβαιωθέντα ή εισπραχθέντα θεωρούνται και τα ποσά που βεβαιώθηκαν ή εισπράχθηκαν ελλιπώς, αν κατά τον εκ των υστέρων έλεγχο αποδειχθεί ότι δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενοι για το καθεστώς, στο οποίο έχουν υπαχθεί τα εμπορεύματα, όροι ή ότι τα προσκομισθέντα πιστοποιητικά που χρησιμοποιήθηκαν για προτιμησιακή μεταχείριση του εμπορεύματος δεν είναι αυθεντικά ή έγκυρα.  3. Όσα έχουν εισπραχθεί ή έχουν βεβαιωθεί και εισπραχθεί ελλιπώς βεβαιώνονται συμπληρωματικά με πράξη της Τελωνειακής Αρχής και εισπράπονται απ’ αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις περί Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων».


ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΩΝ ΑΥΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΩΝ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΧΩΡΕΙ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΟΥΣΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ.

Πρόσφατες Αναρτήσεις