Λειτουργία: Δε-Πα: 9.00-19.00

  • Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του Ν. 4174/2013 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή), καθορισμός λεπτομερειών για τη λειτουργία της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων αυτής και ρύθμιση ζητημάτων καταβολής και αναστολής καταβολής του οφειλόμενου ποσού σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής.


  • Κατά των υπαλλήλων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης μπορούν να ασκήσουν πειθαρχική δίωξη, ως πειθαρχικώς προϊστάμενοι, ο Συντονιστής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, από τον διορισμό του, ο προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης και ο προϊστάμενος Διεύθυνσης, για τους υπαλλήλους που ανήκουν στην αρμοδιότητά τους.


  • Ο Πρόεδρος του Δ.Σ. του ΕΚΑΒ είναι πειθαρχικός προϊστάμενος των ειδικευμένων ιατρών ΕΣΥ, οι οποίοι υπηρετούν στο ΕΚΑΒ, αρμόδιος να καλέσει αυτούς σε απολογία και να επιβάλλει τις ποινές της έγγραφης επίπληξης και του προστίμου μέχρι το ήμισυ των αποδοχών ενός μηνός. Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΚΑΒ, ως συλλογικό πειθαρχικό όργανο με αρμοδιότητα πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου, είναι αρμόδιο για τους ιατρούς ΕΣΥ, οι οποίοι υπηρετούν στο ΕΚΑΒ, και δύναται να επιβάλλει τις ποινές που προβλέπονται υπό τα στοιχεία α’ έως και γ’ στην παρ. 1 του άρθρου 39 του ν.2519/1997 και σε δεύτερο βαθμό να κρίνει τις ενστάσεις κατά πειθαρχικών αποφάσεων του Προέδρου του Δ.Σ. του ΕΚΑΒ. Το Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ΕΣΥ, είναι αρμόδιο να κρίνει σε πρώτο βαθμό τα πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία μπορούν να επισύρουν μέχρι και την ποινή της αφαίρεσης της άδειας άσκησης επαγγέλματος και σε δεύτερο βαθμό τις εφέσεις κατά των πειθαρχικών αποφάσεων του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, οι οποίες επιβάλλουν από την ποινή προστίμου ισόποσου με τις αποδοχές τεσσάρων μηνών έως και την ποινή της διακοπής του δικαιώματος για την υποβολή υποψηφιότητας κατάληψης θέσης ανώτερου βαθμού (Πηγή: ΝΣΚ).


  • Η έννοια της παραπομπής στις περί ελαφρυντικών περιστάσεων διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, είναι ότι ο πειθαρχικός δικαστής ερευνά απλώς, αν συντρέχουν, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ελαφρυντικές περιστάσεις, εκτιμώντας και άλλα στοιχεία, όπως τη βαρύτητα του πειθαρχικού παραπτώματος και τις συνθήκες τέλεσής του, δυνάμενος να δεχθεί ή όχι τη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων.


  • Ο πειθαρχικός δικαστής δεσμεύεται από την αθωωτική ποινική απόφαση ανεξαρτήτως αν τούτο εξέφερε κρίση μετά ή άνευ αμφιβολιών. Η δέσμευση αυτή του πειθαρχικού δικαστή από την αθωωτική ποινική απόφαση συντρέχει με την προϋπόθεση ότι τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία διώχθηκε ποινικώς ο υπάλληλος αλλά αθωώθηκε, ταυτίζονται πλήρως με αυτά για τα οποία του ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη.


  • Η προθεσμία των είκοσι (20) ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 114 παρ.6 εδ.4 του Ν.3528/2007 είναι δεσμευτική και επομένως οι πειθαρχικοί προϊστάμενοι οφείλουν εντός αυτής να αποφανθούν αιτιολογημένα για την άσκηση ή μη πειθαρχικής δίωξης εις βάρος υπαλλήλου τους δια την συμπεριφορά τους, η οποία διώκεται ποινικώς.


  • Συμμόρφωση της Διοικήσεως προς ακυρωτική δικαστική απόφαση – Παράλειψη τοποθέτησης υπαλλήλου σε θέση Προϊσταμένου Τμήματος – Αναδρομική καταβολή του επιδόματος θέσης ευθύνης – Έναρξη της παραγραφής της σχετικής απαίτησης – Αναδρομική αναζήτηση ληφθεισών αποδοχών από υπάλληλο του οποίου η πράξη τοποθέτησης ακυρώθηκε.


  • Η διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία καταργήθηκαν από 1.1.2013 τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας για λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και στρατιωτικούς, κατά το μέρος που η κατάργηση αυτή αφορά ειδικώς τους δικαστικούς υπαλλήλους, όπως οι ενάγοντες, αντίκειται στα άρθρα 25 παρ.1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη.


  • Η προβληματική της κατάργησης των δικών και η ερμηνεία του άρθρου 32 παρ. 2 π.δ. 18/1989 (επί ακυρωτικών υποθέσεων) τίθεται πλέον υπό την βάσανο της καταδικαστικής για την Ελλάδα απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Φρεζάδου κατά Ελλάδος (case of Frezadou v. Greece), μία υπόθεση που χειρίστηκε το Γραφείο μας εξ αρχής σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.


  • Η συμβατότητα προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. μιας επιβαλλόμενης οικονομικής επιβάρυνσης στους πολίτες, συνδεόμενης με την επιδίωξή τους για δικαστική προστασία, κρίνεται κατά περίπτωση και εξαρτάται από μία σειρά κριτηρίων, ιδίως δε από το σκοπό της, τη συνάφειά της προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, το ύψος της, τη θέσπιση ανωτάτου ορίου σε περίπτωση ποσοστιαίου υπολογισμού της, τον χρόνο της καταβολής της, τις συνέπειες της μη καταβολής, τη δυνατότητα αναστολής της καταβολής, την περιουσιακή κατάσταση των υπόχρεων προς καταβολή, το αντικείμενο της δίκης, τη σαφήνεια της σχετικής υποχρέωσης, καθώς και τον βαθμό της δικαστικής δικαιοδοσίας με τον οποίο συνδέεται (βλ. ΣτΕ 2780/2012 7μελ., 1619/2012 Ολ., 136/2013 Επ.Αν. και 475/2013 Επ.Αν.).


  • Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης κύρωσης έχει συνταγματική βάση, ως απορρέουσα από την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε περίπτωση ασκήσεως σχετικής προσφυγής κατά καταλογιστικής πράξης της φορολογικής αρχής.